- σκιρτηματικῶς
- σκιρτ-ηματικῶς, Adv.A skittishly, Sch.E.Ph.1127.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρτηματικῶς — skittishly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτηματικώς — Α επίρρ. σκιρτηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκιρτηματικός (< σκίρτημα, ατος)] … Dictionary of Greek